ομοστεφής

ομοστεφής
ὁμοστεφής, -ές (Μ)
1. αυτός που έχει στο κεφάλι του ίδιο στέμμα
2. συνεκδ. αυτός που έχει ίδια κόμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -στεφής (< στέφος < στέφω), πρβλ. πολυ-στεφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόστεφος — ὁμόστεφος, ον (Μ) ομοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στεφος (< στέφος < στέφω), πρβλ. ά στεφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”